- θεωρημάτιον
- θεωρημάτιον, τὸ (Α)σύντομο θεώρημα, ευσύνοπτο θεώρημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεώρημα (πρβλ. γεν. θεωρήματ-ος) + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεωρημάτια — θεωρημάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)